Μυστικά και αποκαλύψεις για την Γκρέυ, τον Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα, τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Μπιθικώτση περιλαμβάνονται στη βιογραφία που ετοιμάζει ο Δημήτρης Τζάρας.
Ο 92χρονος σολίστ του κλαρίνου και της κιθάρας, ο οποίος εργάστηκε για χρόνια στις ηχογραφήσεις της Columbia, μιλάει στην «Espresso» για όσα έζησε δίπλα στους κολοσσούς του τραγουδιού.
«Ο Καζαντζίδης έγινε από την Γκρέυ. Εζησα τα πάντα... Της Μαρινέλλας ο Στέλιος δεν της είχε πάρει ούτε ένα παλτό. Και όταν βγάζαμε αναμνηστικές φωτογραφίες για να στείλουμε σε καρτ ποστάλ, με το παλτό της γυναίκας μου έβγαζε φωτογραφίες, γιατί ο Στέλιος δεν της έπαιρνε τίποτα. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, πάλι, πουλούσε χαλιά στους δρόμους πριν γίνει τραγουδιστής. Εγώ έτσι τον γνώρισα». Αυτές είναι μερικές από τις πιο σπαρταριστές ιστορίες που σήμερα, μέσα από την εφημερίδα, θυμάται γλαφυρά ένας από τους τελευταίους κορυφαίους μουσικούς της χρυσής εποχής του ελληνικού πενταγράμμου.
Παιδί της μεγάλης μουσικής οικογένειας του Νικόλαου Τζάρα από την Πρέβεζα, ευτύχησε δίπλα στον περίφημο μουσικό πατέρα του να πάρει μαθήματα και να μάθει μουσικούς δρόμους που εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν ήξερε κανείς. Ο 92χρονος πλέον θρυλικός μουσικός ήρθε από την Πρέβεζα ειδικά γι’ αυτήν τη συνέντευξη και μας υποδέχτηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. «Δεν θέλω να πεθάνω και να μην πω όσα ξέρω για εκείνη την εποχή» μας λέει και μπροστά από έναν όγκο φωτογραφιών ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του...
«Στον Μάρκο Βαμβακάρη χρωστάω πολλά. Ηταν από τις πρώτες μου συνεργασίες, κιμπάρης, σοβαρός άνθρωπος. Τον συνάντησα πρώτη φορά λίγο μετά τον Πόλεμο του ’40. Ο Μάρκος τότε είχε έρθει στην Πρέβεζα, με άκουσε με το κλαρίνο και μου είπε: “Εσύ θα μάθεις στους μουσικούς μας νέους μουσικούς δρόμους. Ερχεσαι στην Αθήνα;”. Και κατέβηκα. Εκείνος είχε ήδη μιλήσει στους συνεργάτες του για μένα. Πηγαίνω στο μπαράκι των μουσικών, που τους είχε μαζέψει όλους και εγώ τους μάθαινα μουσικούς δρόμους που δεν ήξεραν τότε: ουσάκ, σαμπάχ, αβέν. Δεν θα ξεχάσω τη φτώχεια που πέρασε αυτός ο άνθρωπος. Θυμάμαι, όταν ήρθε στην Πρέβεζα μου είπε: “Ρε Δημητράκη, μια και θα κατέβεις στην Αθήνα, πάρε μαζί σου και δυο τενεκέδες λάδι, να φάει η οικογένειά μου, που έχει να φάει μήνες λάδι”. Πράγματι, πήρα τους τενεκέδες, πήγα στην Παλιά Κοκκινιά όπου έμεναν και, μόλις με είδε η γυναίκα του, η κυρα-Βαγγελιώ, χοροπηδούσε από τη χαρά της που θα έτρωγαν λάδι. Για τόση φτώχεια μιλάμε! Καμιά φορά περνούσα από το σπίτι του, ο Μάρκος καθόταν απέξω σε μια καρέκλα, και του πήγαινα τσιγάρα. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα».
«Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα, όταν εγώ υπηρετούσα στη Χωροφυλακή. Ο Στέλιος ήταν ένα ατίθασο παιδί στο Νέο Ηράκλειο, όπου μαζί με άλλους νέους της εποχής εκείνης έπαιρναν μπουζουκάκια και κιθάρες, και πήγαιναν στις ταβέρνες και έλεγαν κάνα τραγούδι για να βγάλουν κανένα φραγκάκι. Ο Καζαντζίδης έγινε από την Γκρέυ. Αν δεν ήταν η Γκρέυ, ο Στέλιος μπορεί και να μην ήταν τίποτα σήμερα. Σε αυτά που σας λέω βάζω την υπογραφή μου, γιατί τα έζησα. Μάλιστα, τότε ήμουν στο πρώτο σχήμα που μπήκε σπόντα ο Στέλιος. Μου είπε τότε η Γκρέυ: “Θα τον πάρουμε αυτόν, Τζάρα;”. Κι εγώ της απάντησα: “Τι να τον κάνουμε, Καίτη; Είναι απομίμηση του Τσαουσάκη”. Εκείνη ήταν κάθετη: “Εγώ τον αγαπάω και θέλω να τον έχουμε μαζί μας”. Ο Στέλιος πριν από την Γκρέυ είχε τη Σεβάς Χανούμ και όλα αυτά τα ξέρω, γιατί εγώ εκείνη την εποχή είχα μια μοτοσικλέτα, με την οποία πηγαίναμε παντού μαζί. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι, όταν στήσαμε το πρώτο συγκρότημα Γκρέυ - Καζαντζίδης, εγώ την Γκρέυ την έβρισκα καθημερινά στο σπίτι του Καζαντζίδη στη Νέα Ιωνία, όπου ζούσε με την κυρα-Γεσθημανή, και ο Στέλιος ήταν φαντάρος. Η Γκρέυ πλήρωνε τα πάντα. Από τα φαγητά μέχρι και το ρεύμα του σπιτιού. Η Γκρέυ έχει δώσει αγώνα για τον Στέλιο. Ωστόσο, εκείνος δεν ήταν σταθερός χαρακτήρας. Με την άγνωστη Αμερικάνα σύζυγο του Στέλιου στην Αμερική εγώ τους πάντρεψα. Εγώ πλήρωσα το γαμήλιο τραπέζι, εγώ τα πάντα» αποκαλύπτει.
«Είχαμε τηλεφωνηθεί με τον Στέλιο προκειμένου να κάνουμε μια συνεργασία. Εκείνος ήταν στην Ελλάδα, εγώ στην Αμερική. Σχεδιάζαμε να αγοράσουμε μαζί το θέατρο Βέμπο και εκεί ο Στέλιος να έδινε συναυλιακού τύπου παραστάσεις. Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ’70, τότε που η φήμη του Καζαντζίδη ήταν στο ζενίθ. Επέστρεψα στην Αθήνα και πήγα στο μπαράκι των ηθοποιών, από όπου πήρα τηλέφωνο τον Στέλιο που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Δώσαμε ραντεβού να συναντηθούμε στη Θεσσαλονίκη, ώστε να σχεδιάσουμε διάφορα καλλιτεχνικά. Στο μέρος όπου βρεθήκαμε ήταν ένας τύπος που μου κέρασε τον καφέ. Ούτε που τον ήξερα. Ηταν ένας διευθυντής από την τότε ΥΕΝΕΔ. Ηθελαν να πείσουν τον Στέλιο να κάνουν τη ζωή του σίριαλ και παράλληλα τα τραγούδια του να παίζονται σε κινηματογραφικές αίθουσες. Τότε η δισκογραφική εταιρία ODEON τού είχε απαγορεύσει να τραγουδάει σε δίσκους, μια και τον είχε “δέσει” με ρήτρα. Ο Νικολάου, έτσι λεγόταν, με πήγε στον πρόεδρο της τότε ΥΕΝΕΔ, ονόματι Πυλαρινός. Εκείνος μού έδωσε ένα γράμμα για να το δώσω στον Στέλιο. Το σενάριο και η σκηνοθεσία της σειράς θα ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και στο αυτί μού είπε: “Πες στον Στέλιο θα του δώσουμε και τρία ζεστά εκατομμυριάκια”. Πήρα το γράμμα και πήγα ξανά στη Θεσσαλονίκη να το παραδώσω στον Στέλιο. Τότε έβγαζε το ούζο “Υπάρχω”. Επέστρεψα στην Αθήνα και πήγα στους φίλους μου, τον Διονυσίου και τον Βοσκόπουλο, να τους πω για τα σχέδιά μας. Ωστόσο, για άλλη μία φορά ο Στέλιος έστησε εμένα, έστησε και ολόκληρη ΥΕΝΕΔ. Τσαντίστηκα, πήρα το αεροπλάνο και γύρισα στην Αμερική» μας λέει.
«Η Μαρινέλλα -η Κίτσα, όπως τη φωνάζαμε τότε- ήταν και είναι πολύ άξια. Γι’ αυτό και ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο και θεωρείται σήμερα κορυφαία. Δουλέψαμε πολύ μαζί με τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη. Βοηθούσε όλους όσους ήταν τριγύρω της. Δεν θα ξεχάσω στα πρώτα της βήματα, όταν ο Στέλιος είχε ήδη γίνει φίρμα, η Μαρινέλλα ήταν πολύ φτωχή κοπέλα. Ο Στέλιος δεν της είχε πάρει ούτε ένα παλτό. Και όταν ήταν να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες για να στείλουμε σε καρτ ποστάλ, με το παλτό της γυναίκας μου έβγαζε φωτογραφίες, γιατί δεν της έπαιρνε τίποτα ο Στέλιος. Από την άλλη, εγώ είχα πικραθεί μαζί του, γιατί χωρίς να μου το πει, μου πήρε κάποια τραγούδια και τα ηχογράφησε σε στούντιο εκτός Columbia. Ενα από αυτά είναι και το τεράστιο “Μου ’βαλες μεγάλο πόνο στην καρδιά”, που έχει μόνο την υπογραφή του Στέλιου, χωρίς τότε να πάρει την έγκρισή μου. Ομως, επειδή εγώ έφευγα στην Αμερική, όπου έμεινα 60 χρόνια, ούτε έδωσα σημασία ούτε ήθελα να προχωρήσω νομικά τα πράγματα. Κάτι ανάλογο πρέπει να έγινε και με τον Νικολόπουλο».
«Αφού πικράθηκα με τον Στέλιο, πήγα στο μπαράκι των μουσικών. Ο Γιάννης Χαριτόπουλος που είχε το μαγαζί μού είπε: “Ρε Δημήτρη, ήρθε ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη και ψάχνει για δουλειά στο τραγούδι”. Αυτός ήταν ο Στράτος Διονυσίου, που μόλις είχε κατέβει στην Αθήνα. Το βράδυ τον πήρα και πήγαμε τσάρκα στα μαγαζιά. Με ήξεραν και τους ήξερα όλους. Η πρώτη μας στάση ήταν ο πολύ καλός μου φίλος, ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης. Ηταν καλοκαίρι και το μαγαζί άρχιζε το πρόγραμμα εκείνη την ώρα. Τον σύστησα στον Περπινιάδη και του ζήτησα να τον δοκιμάσει σε δύο τρία τραγούδια. Ο Βαγγέλης τού έδωσε το μικρόφωνο και, μόλις τον ακούσαμε, πάθαμε σοκ με τη φωνή του... Επιασε αμέσως δουλειά. Ομως και τον Αγγελόπουλο εγώ τον βρήκα. Ο Μανώλης πουλούσε χαλιά στους δρόμους της Αγίας Βαρβάρας πριν γίνει τραγουδιστής. Ετσι τον γνώρισα. Ηρθε, λοιπόν, κάποια στιγμή, με βρήκε και μου είπε: “Μπαρμπα-Τζάρα, εγώ τραγουδάω και θέλω να γίνω τραγουδιστής”. Αφού μου έκαναν το τραπέζι στο τσαντίρι, τον σύστησα σε διάφορα κέντρα. Είχε ωραία φωνή και πολύ νταλκαδιάρικη. Στο σινάφι του ήταν βασιλιάς. Ετσι τον φώναζαν. Τα καλοκαίρια, όταν θέλαμε να τον βρούμε, πηγαίναμε στο Καβούρι. Ηταν παντρεμένος με την Αννούλα και κάθε καλοκαίρι έφτιαχναν εκεί ένα σαν τσαντίρι και την άραζαν. Το Καβούρι τότε δεν ήταν τίποτα... Αλάνες. Ωραίος άνθρωπος και χαμηλών τόνων».