Λένε ότι είμαστε οι επιλογές μας. Οι πράξεις μας μας καθορίζουν κι οι σκέψεις μας μας οδηγούν σ’ αυτές. Κι αυτές οι πράξεις στριμώχνονται άτσαλα μπροστά μας.

Γίνονται μια αχανής ουρά που μας ακολουθεί, ό,τι κι αν κάνουμε, όπου κι αν είμαστε. Δε συγχωρούν λάθη αυτές οι επιλογές. Τα λάθη οδηγούν κι εκείνα σε νέες επιλογές και πάνε με τη σειρά τους να στοιχηθούν μαζί με τα υπόλοιπα. Πάνε να μπουν στη σειρά των πράξεων, των σκέψεων, για ν’ αντικατοπτρίσουν τη μέχρι τώρα μας πορεία.

Έχουμε αυτό το κακό οι άνθρωποι. Δε στεκόμαστε στα δεκάδες σωστά, αλλά στο ένα λάθος. Σαν να προδίδουμε τους εαυτούς μας μ’ αυτό μας το σφάλμα. Γιατί να χαλάσει τώρα η πορεία μας, σκεφτόμαστε. Αφού το πηγαίναμε μια χαρά. Γιατί να υπάρχει αυτό το λάθος μέσα σ’ όλα τα σωστά μας;

Κι η αλήθεια είναι ότι εκείνο το λάθος δεν το βλέπουμε όταν το ζούμε, όταν το επιλέγουμε ασυνείδητα. Το αντιλαμβανόμαστε μετά, όταν πλέον έχουμε γίνει παρατηρητές του παρελθόντος μας. Κι εκεί θα φανεί αν έχουμε την ικανότητα να κρίνουμε σωστά τους εαυτούς μας. Αν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τι πήγε στραβά και να μην καταριόμαστε την ώρα και τη στιγμή που φέραμε στο παρόν χρόνους παρελθοντικούς.

Κάπως έτσι επιλέγουμε και τον τρόπο που υπάρχουμε στις ζωές των γύρω μας. Άλλοτε υπάρχουμε εκεί μέσα απλώς για να υπάρχουμε κι άλλοτε η παρουσία μας γίνεται τόσο αναγκαία που αναλωνόμαστε ολόκληροι σ’ ένα και μόνο πράγμα: Να γίνουμε το φως στα σκοτάδια εκείνων που μας χρειάζονται.

Όμως, ό,τι εκλύει το φως κινδυνεύει από κάψιμο. Το να κουβαλάς παντού μαζί σου τον ήλιο δεν είναι εύκολη δουλειά. Το να ‘χεις πάντα λύσεις στα προβλήματα του κόσμου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μερικές φορές, το τόσο φως δεν καίει μονάχα, μα τυφλώνει, παραλύει και σαρώνει. Εσένα, που το εκπέμπεις.

Άπαξ και πείσεις ότι η παρουσία σου θα ‘ναι εκεί για να γίνει το πιο φωτεινό κομμάτι στις ζωές των άλλων, τότε, φίλε μου, έχεις να σηκώσεις τέτοιο βάρος που ενδεχομένως να μην μπορέσεις να τ’ αντέξεις.

Είναι όμορφο να σε νομίζουν το πιο φωτεινό αστέρι, στους πιο σκοτεινούς τους ουρανούς. Είναι όμορφο να σ’ έχουν για λάμψη, που τους οδηγεί έξω απ’ τη μαυρίλα τους. Όμως, είναι δέκα φορές πιο άσχημο να σε νομίζουν λάμπα που ανάβουν και σβήνουν όποτε το θεωρούν αναγκαίο.

Γι’ αυτό είμαστε οι επιλογές μας. Γι’ αυτό οι πράξεις μας αντικατοπτρίζουν αυτό που ‘χουμε μέσα μας. Γιατί το ν’ αναλώσεις τον εαυτό σου ολόκληρο, σ’ ανθρώπους που ενδεχομένως να μην το εκτιμήσουν, σε ζημιώνει ετεροχρονισμένα. Σου στερεί χρόνο και σκέψη, εκεί που θα μπορούσες –και θα ‘πρεπε– ν’ αφιερωθείς σ’ εσένα.

Και τις περισσότερες φορές κανείς δε σ’ αναγκάζει να μπεις σ’ αυτήν τη διαδικασία. Κανείς δε σου επιβάλλει να γίνεις για τους άλλους αυτό που θα ‘πρεπε να ‘ναι εκείνοι για τους εαυτούς τους. Μόνος σου σε βάζεις στο τριπάκι. Απλώς από ένα σημείο και μετά το φως σου γίνεται τόσο πολύ δεδομένο, που δεν πείθεις κανέναν ότι έχει αρχίσει να εξαντλείται.

Και σηκώνεις βάρη κι επωμίζεσαι προβλήματα. Και δεν ξέρεις κι εσύ αν πλέον έχεις το κουράγιο να συνεχίσεις να παίζεις το ρόλο σου, εκείνον της κινητής λύσης. Εκείνον του ήλιου, που για τόσο καιρό φώτιζε τις ζωές τους, παρά τα εγκαύματα που άφηνε πάνω σου κάθε φορά που ‘μπαινες σπίτι κι έκλεινες την πόρτα και τις τραγωδίες τους πίσω σου.

Κι αυτό είναι το τίμημα που πληρώνεις. Που αμελείς τον εαυτό σου, που βάζεις πάλι τους άλλους πάνω από σένα. Κι είναι άδικο, αλήθεια. Γιατί ό,τι έχεις κάνει το ‘χεις κάνει μόνος σου. Όλα τα προβλήματα που αναλύεις, εκείνα που δεν είναι καν δικά σου, εκείνα που σε τρώνε να βρεις τη λύση τους, δεν έχουν έρθει απρόσκλητα. Άνοιξες την πόρτα, μάτια μου, κι έχεις ξεχάσει να την κλείσεις.


Γράφει η Μαριάννα Συμεωνίδη


Πηγή
 
Top