Ο πατέρας του ήταν φούρναρης και κατά καιρούς η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Τη δεκαετία του ’50, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, Κένεθ και Γκλεν, συμμετείχαν σε παιδικά διαφημιστικά και τηλεοπτικές σειρές. Η μητέρα του ονειρευόταν το ίδιο και για το μικρό της γιο. Ευχόταν να γίνει διάσημος και επιτυχημένος ηθοποιός, αφού από μικρός ήταν ταλαντούχος. Στην αρχή δεν ήθελε να ασχοληθεί καθόλου με την υποκριτική, παρά την πίεση που δεχόταν από τους γονείς του. Τα πράγματα άλλαξαν όταν έπαιξε με το ζόρι σε μονόπρακτο με το κωμικό ντουέτο Μάρτιν και Λιούις το 1955, στην χρυσή εποχή της τηλεόρασης. Από τότε λάτρεψε το επάγγελμα και άρχισε να εμφανίζεται σε τηλεοπτικές παραγωγές με το όνομα «Ρόνι».
Σε ηλικία 15 ετών, ο νεαρός είδε μια φωτογραφία του Έλβις Πρίσλεϊ και έγινε λάτρης του. «Αυτός ο τύπος έμοιαζε με Έλληνα θεό. Ύστερα, τον είδα στην τηλεόραση. Αγάπησα τα πάντα πάνω του», είχε δηλώσει σε συνέντευξη του χρόνια αργότερα. Άλλαξε το κούρεμα και το στιλ των μαλλιών του, ώστε να μοιάζει στον Έλβις. Όταν ήταν έφηβος, εργαζόταν ως θηριοδαμαστής σε τσίρκο για να βγάζει τα προς το ζην και να συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ήταν άριστος μαθητής. Όταν τελείωσε το λύκειο, πέρασε στο Πανεπιστήμιο Χόστρα, αλλά τα παράτησε έπειτα από ένα χρόνο, για να παίξει στο θέατρο. Πέρασε από οντισιόν και πήρε το ρόλο του Κλέιτον Ντατς Μίλερ για την παράσταση «Best Foot Forward», στο πλευρό της Λάιζα Μινέλι. Φοίτησε στη σχολή Washington Dance Studio και έγινε χορευτής. Έπαιξε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1966, υποδυόμενος το βασιλιά Φίλιππο της Γαλλίας στην παράσταση «Ένα Λιοντάρι Το Χειμώνα».
Το 1964, άλλαξε το μικρό του όνομα σε «Κρίστοφερ», ύστερα από παρότρυνση του Μονίκ Βαν Βούρεν, ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου, στο οποίο εργαζόταν ως χορευτής.
Το 1972, έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο, στην ταινία «The Anderson Tapes» με το Σον Κόνερι, ενώ πήρε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο για το «Κλουβί Της Ευτυχίας» την ίδια περίοδο. Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σε γνωστές και επιτυχημένες ταινίες, όπως οι «Annie Hall», «The Sentinel» και «Shoot The Sun Down».
Το 1977 ο Τζόρτζ Λούκας ήθελε να του δώσει το ρόλο του «Χαν Σόλο» για το «Πόλεμο Των Άστρων», τον οποίον τελικά υποδύθηκε ο Χάρισον Φόρντ.
Το 1978, ο ηθοποιός κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία «Ο Ελαφοκυνηγός». Για να καταφέρει να μπει στο πετσί του ρόλου και να αποκτήσει κάτισχνη εμφάνιση, διατρεφόταν μόνο με μπανάνες, νερό και βραστό ρύζι επί βδομάδες.
Το 1981, κατέπληξε κοινό, χορευτές και κριτικούς, με τις χορευτικές του ικανότητες στον μιούζικαλ «Pennies From Heaven».
Το 1983 συνεργάστηκε με τη Νάταλι Γουντ στο «Brainstorm». Ήταν ο τελευταίος που είδε την ηθοποιό ζωντανή πριν πνιγεί στο νησί Σάντα Καταλίνα της Καλιφόρνια, σε εκδρομή, την ημέρα των Ευχαριστιών.
Το 2011, ο γνωστός καλλιτέχνης προσέλαβε δικηγόρο, όταν η υπόθεση άνοιξε ξανά. «Ο ηθοποιός δεν θεωρείται ύποπτος και δεν έχει κάτι να φοβάται. Ο πνιγμός της Γουντ είχε θεωρηθεί ατύχημα τότε. Ασχολούμαστε για ακόμη μια φορά με την υπόθεση, διότι πρέπει να διευκρινιστεί η αιτία θανάτου. Μόνο αυτό», υπογράμμισε οι αστυνομικές αρχές του Λος Άντζελες.
Από το 1985 και έπειτα, άρχισε να παίζει ρόλους κακού στις περισσότερες ταινίες, όπως τον Μαξ Ζόριν στην ταινία Τζέιμς Μποντ, «Α View To A Kill», στο πλευρό του Ρότζερ Μουρ. Έχει συνεργαστεί με βραβευμένους σκηνοθέτες, όπως ο Ταραντίνο, ο Γούντι Άλεν και ο Τιμ Μπάρτον.
Το 1999 έπαιξε τον «Ακέφαλο Καβαλάρη» στο «Sleepy Hollow». Ο Τζόνι Ντεπ και η Κριστίνα Ρίτσι που συμπρωταγωνιστούσαν στην ταινία, ακόμα θυμούνται τη μοχθηρή του όψη και το φόβο που τους προκαλούσε. «Ήταν το απόλυτο κακό. Σκέτος τρόμος. Δεν υπάρχει σύγκριση», είχαν πει σε συνέντευξή τους. Συνολικά έχει πάρει μέρος σε περισσότερες από 100 βραβευμένες ταινίες, είτε δραματικές, είτε κωμικές και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί «αριστουργηματικές». Θεωρείται ένας από τους πιο εκκεντρικούς, αλλά συνάμα και πιο αξιοσέβαστους ηθοποιούς της γενιάς του. Είναι γνωστός στη βιομηχανία του κινηματογράφου για την προσαρμοστικότητα του σε διάφορους ρόλους. Σκηνοθέτες, παραγωγοί και ηθοποιοί, που έχουν συνεργαστεί μαζί του, τον αποκαλούν «φαινόμενο κουλτούρας και μόρφωσης».
Οι Μπενίτσιο Ντελ Τόρο, Τζόνι Ντεπ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Μίκυ Ρουρκ, Κόλιν Φάρελ και Μπράντλεϊ Κούπερ συγκαταλέγονται ανάμεσα στους ηθοποιούς, που έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι επηρεάστηκαν και θέλησαν να γίνουν ηθοποιοί εξαιτίας του. «Όταν γυρνάς μια σκηνή και δεν ξέρεις τι κάνεις, τότε μια είναι η λύση. Μην κάνεις τίποτα», είναι η συμβουλή που δίνει ο ηθοποιός στους συναδέλφους του – και όπως παραδέχονται αποδεικνύεται απολύτως ορθή. Έχει παρουσιάσει πολλές φορές το σατιρικό τηλεοπτικό σόου «Saturday Night Live» και κάθε φορά παίρνει εύσημα για το χιούμορ του. Το 2006, είχε διαρρεύσει η φήμη ότι θα έθετε υποψηφιότητα για πρόεδρος των ΗΠΑ. Πολλοί πίστεψαν την είδηση, αλλά ο μάνατζερ του διέψευσε την πληροφορία. «Ξαφνιάστηκα, είναι η αλήθεια. Δεν περίμενα να κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο από το τίποτα. Δεν θα κατέβαινα ποτέ για πρόεδρος. Τι στο καλό; Δεν μας χρειάζονταν άλλα ζώα, φτάνει», είχε τονίσει ο ηθοποιός σε συνέντευξή του στον Κόναν Ο Μπράιεν....