«Στον χώρο μας με λένε «καινούργιο Βέγγο». Επίσης με αποκαλούν «αρσενική Βουγιουκλάκη», γιατί δεν γερνάω», δηλώνει γνωστός ηθοποιός.
Ο λόγος για τον Σπύρο Μπιμπίλα ο οποίος σε συνέντευξή του στην Espresso, μιλά μεταξύ άλλων για τα παιδιά του χρόνια, την οικογένειά του, την αρχαιολογία και τη Νομική.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα τη δεκαετία πριν από το ’60 και ανήκω στην αμέσως επόμενη γενιά μετά από αυτή των πολέμων, άρα έζησα μια περίοδο στην οποία η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Ακόμη θυμάμαι τα μισογκρεμισμένα σπίτια από τους βομβαρδισμούς στον Πειραιά. Σε ένα τέτοιο κτίριο υπήρχε το γραφείο κηδειών της προγιαγιάς μου και γι’ αυτό άκουσα πολλές διηγήσεις για τους βομβαρδισμούς.
Αναγκάστηκες να δουλέψεις από μικρός;
Ημασταν μια οικογένεια από τις εύπορες του Πειραιά, αλλά μετά τον πόλεμο τα δεδομένα άλλαξαν. Ημασταν τρία παιδιά και επειδή έχασα τον μπαμπά μου σε ηλικία 10 χρόνων και η μαμά μου πάλευε με μια μικρή σύνταξη να μας μεγαλώσει, αναγκάστηκα να δουλεύω από τα 15 μου. Εκανα πολλές δουλειές του ποδαριού...
Τα χρήματα από την πρώτη σου δουλειά τι τα έκανες;
Τα έδωσα στη μαμά για το σπίτι, γιατί ο μπαμπάς μου πριν πεθάνει είχε πάρει ένα δάνειο. Δεν με τρομάζει η δουλειά. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ ασταμάτητα, ακόμα και τώρα που πήρα σύνταξη. Τρέχω και για πολλά θελήματα ανθρώπων ηλικιωμένων, που δεν μπορούν. Γι’ αυτό στον χώρο μας με λένε «καινούργιο Βέγγο». Επίσης με αποκαλούν «αρσενική Βουγιουκλάκη», γιατί δεν γερνάω!
Ανέφερες πριν ότι η προγιαγιά σου είχε γραφείο τελετών. Είσαι συμβιβασμένος με την έννοια του θανάτου;
Πολύ! Ημασταν πολλά μικρά παιδιά -εννέα στο σύνολο αδέρφια και ξαδέρφια-, που διαρκώς περνούσαν από μπροστά μας φέρετρα. Εμείς παίζαμε κρυφτό μέσα σε αυτά. Οι μοβ κορδέλες πήγαιναν κι έρχονταν, γι’ αυτό και το μοβ είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Μου άρεσε να τις παίρνω και να φτιάχνουμε πάνω μας στολίδια. Γι’ αυτό και εξοικειώθηκα με την ιδέα του θανάτου. Αλλωστε, κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι ένας μελλοθάνατος που δεν γνωρίζει πότε θα «φύγει». Μπορεί την ίδια στιγμή, μπορεί και σε 100 χρόνια!
Ηταν μεγάλο πλήγμα η απώλεια των γονιών σου;
Κρατάω το παρελθόν, άσχετα αν είναι καλό ή κακό. Και αυτό γιατί η προγιαγιά μου, που είχε θάψει και τα έξι παιδιά της -αυτή έζησε μετά τα 100- είχε φωτογραφήσει τις κηδείες τους. Αυτό με έβαλε από μικρό παιδί στη σκέψη ότι δεν χρειάζεται να κρατάμε μόνο τις ευτυχισμένες στιγμές για να θυμόμαστε, αλλά και τις δυσάρεστες.
Γι’ αυτό και κράτησα από τους δικούς μου ανθρώπους μια τούφα από τα μαλλιά τους, αλλά και τον ήχο της φωνής του μπαμπά μου που «έφευγε», σε μαγνητόφωνο.
Πώς από αρχαιολόγος, που ήθελες να γίνεις, τελικά σε κέρδισε η υποκριτική;
Από μικρό παιδάκι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Παράλληλα, όμως, μου άρεσε να μεταφράζω αρχαία κείμενα, επειδή είμαι αρχαιολάτρης. Μου άρεσε, λοιπόν, η αρχαιολογία, όπως μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω έπιπλα ή ρούχα. Μάλιστα, σχεδίαζα ρούχα και μου τα έφτιαχνε η μαμά μου ή οι φίλοι μου οι μόδιστροι. Πάνω από όλα, όμως, αγαπούσα το θέατρο!
Σπούδασες όμως και Νομικά...
Τελείωσα τη Νομική γιατί είχα συγγενείς δικηγόρους που με πίεζαν να αναλάβω το γραφείο. Για να τους κάνω να καταλάβουν ότι δεν το είχα με τη δικηγορία, έγραψα ένα διήγημα ότι δήθεν είδα τον εαυτό μου να έχει αυτοκτονήσει από τον 7ο όροφο όπου ήταν το δικηγορικό γραφείο, πέφτοντας στο πεζοδρόμιο μαζί με όλους τους τόμους των νομικών βιβλίων, και ότι έρρεαν τα αίματα. Το είδαν αυτό τα ξαδέρφια μου και είπαν στη μάνα μου: «Μην τον αφήσετε ποτέ να ξανάρθει». Επιασε το κόλπο!