Πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις χαρακτηρίζει τη σηµερινή (ελληνική) νέα γενιά «ενήλικους παίδες». Τι σηµαίνει αυτό;
Στο παιδικό δωµάτιο ακόµα έχει φως το βράδυ. Μέσα κοιµάται ένας 25άρης που ζει µε το χαρτζιλίκι των γονιών και καθυστερεί όσο το δυνατόν περισσότερο να ανοίξει την πόρτα του πατρικού και να βρεθεί αντιµέτωπος µε το απειλητικό τέρας της οικονοµίας που τον περιµένει εκεί έξω.
Ανταλλάσσει την ελευθερία µε τα γεµιστά της µαµάς και, κυρίως, µε την πολυπόθητη έλλειψη ευθυνών: οι γονείς θα του κάνουν τη φορολογική δήλωση, αν του χαλάσει το δόντι θα τον πάνε στο γιατρό τον οποίο και θα πληρώσουν µαζί µε την κλήση παράνοµης στάθµευσης και µια γκρίνια για να µην ξανασυµβεί. Με λίγα λόγια, θα τον νταντεύουν, θα τον χαρτζιλικώνουν και θα τον προστατεύουν. Η µανούλα είναι εδώ. Αλλά ως πότε;
Δεν φταίει µόνο η κρίση, όπως πολλοί θα σπεύσουν να σκεφτούν. Το σχολιάζει άλλωστε και ο κοινωνιολόγος Π. Παναγιωτόπουλος για την έρευνα: «Πρόκειται για ένα σηµείο επιβεβαίωσης του οικογενειακού κονσένσους της Μεταπολίτευσης και αναπαραγωγής του οικονοµικού µοντέλου». Της οικογένειας-οµπρέλας. Απτή απόδειξη το εξής εύρηµα: στην Ελλάδα της βαθιάς ύφεσης υπάρχουν νέοι, και δεν είναι καθόλοι λίγοι (53,9%) που δηλώνουν ότι το οικογενειακό εισόδηµα (δηλαδή το χαρτζιλίκι που τσοντάρουν γονείς και παππούδες) τους αρκεί.
Τι είναι αυτό που κάνει τους έλληνες νέους διστακτικούς να λύσουν τον κόµπο της πραγµατικής ενηλικίωσης;
H ψυχοθεραπεύτρια Νάσια Ευθυµιοπούλου εξηγεί ότι καταλυτικό ρόλο έχει παίξει το πώς µεγάλωσαν οι millennials: «Η αγωνία αρκετών γονιών να µεγαλώσουν ένα παιδί ανταγωνιστικό, δυναµικό, που θα ήξερε να διεκδικεί άρα και να επιβιώνει, οδήγησε πάρα πολλούς σε µια παρεξηγηµένη ερµηνεία εννοιών όπως της ισοτιµίας, της ελευθερίας, της ανεκτικότητας, του µοντέρνου γονιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να αντιστραφούν οι ρόλοι και η “εξουσία” να περνάει στα χέρια των παιδιών όπου άρχισαν να έχουν λόγο στα πάντα. Μοιράζονταν τα µυστικά τους, θέµατα της προσωπικής τους ζωής, γιατί ήθελαν να γίνουν φίλοι µε τα παιδιά τους, πράγµα αδύνατον και καθόλου βοηθητικό για τη µετέπειτα ζωή τους, αφού έµαθαν πως είναι εντάξει να έχεις διπλές σχέσεις. Αυτή η φιλοσοφία του “όλοι είµαστε ίσοι” είχε µια σοβαρή αρνητική πλευρά: Τα παιδιά µεγάλωσαν και όταν βγήκαν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας συνειδητοποίησαν πως δεν είναι το κέντρο του σύµπαντος. Έτσι σήµερα διαβάζουµε αµέτρητες έρευνες που χαρακτηρίζουν τους millennials ως νάρκισσους, εγωιστές, ανικανοποίητους και αγχωµένους».
Σύµφωνα µε την κ. Ευθυµιοπούλου, το µεγαλύτερο ποσοστό των γονιών χαρακτηρίζεται από «σύγχυση, ενοχή και καλή πρόθεση. Από τη µια άκουγαν τους ψυχολόγους για το πόσο σηµαντικά είναι τα όρια ώστε να νιώθουν ασφαλή τα παιδιά τους –χωρίς να τους έχει πει κανείς τον τρόπο να το κάνουν– και από την άλλη πως η αυστηρότητα –που παλιότερα θεωρούνταν χαρακτηριστικό του καλού γονέα– ήταν παρωχηµένη και ο σίγουρος τρόπος να µη σχετιστείς ουσιαστικά µε το παιδί σου».
«Πιστεύω, ωστόσο, πως είναι µια καλή γενιά» καταλήγει η κ. Ευθυµιοπούλου. «Μορφωµένη, προσπαθεί να σχετίζεται µε τους άλλους, τρυφερή, µε δυνατότητες. Το αν θα γίνει µεγάλη, θα το δείξει ο χρόνος».
Ας µην ξεχνάµε ότι οι millennials θα είναι για πάντα millennials αλλά δεν θα είναι και πάντα νέοι. Κάποια στιγµή, θα µεγαλώσουν.
Γράφει η Ελίζα Συναδινού
Πηγή
Στο παιδικό δωµάτιο ακόµα έχει φως το βράδυ. Μέσα κοιµάται ένας 25άρης που ζει µε το χαρτζιλίκι των γονιών και καθυστερεί όσο το δυνατόν περισσότερο να ανοίξει την πόρτα του πατρικού και να βρεθεί αντιµέτωπος µε το απειλητικό τέρας της οικονοµίας που τον περιµένει εκεί έξω.
Ανταλλάσσει την ελευθερία µε τα γεµιστά της µαµάς και, κυρίως, µε την πολυπόθητη έλλειψη ευθυνών: οι γονείς θα του κάνουν τη φορολογική δήλωση, αν του χαλάσει το δόντι θα τον πάνε στο γιατρό τον οποίο και θα πληρώσουν µαζί µε την κλήση παράνοµης στάθµευσης και µια γκρίνια για να µην ξανασυµβεί. Με λίγα λόγια, θα τον νταντεύουν, θα τον χαρτζιλικώνουν και θα τον προστατεύουν. Η µανούλα είναι εδώ. Αλλά ως πότε;
Δεν φταίει µόνο η κρίση, όπως πολλοί θα σπεύσουν να σκεφτούν. Το σχολιάζει άλλωστε και ο κοινωνιολόγος Π. Παναγιωτόπουλος για την έρευνα: «Πρόκειται για ένα σηµείο επιβεβαίωσης του οικογενειακού κονσένσους της Μεταπολίτευσης και αναπαραγωγής του οικονοµικού µοντέλου». Της οικογένειας-οµπρέλας. Απτή απόδειξη το εξής εύρηµα: στην Ελλάδα της βαθιάς ύφεσης υπάρχουν νέοι, και δεν είναι καθόλοι λίγοι (53,9%) που δηλώνουν ότι το οικογενειακό εισόδηµα (δηλαδή το χαρτζιλίκι που τσοντάρουν γονείς και παππούδες) τους αρκεί.
Τι είναι αυτό που κάνει τους έλληνες νέους διστακτικούς να λύσουν τον κόµπο της πραγµατικής ενηλικίωσης;
H ψυχοθεραπεύτρια Νάσια Ευθυµιοπούλου εξηγεί ότι καταλυτικό ρόλο έχει παίξει το πώς µεγάλωσαν οι millennials: «Η αγωνία αρκετών γονιών να µεγαλώσουν ένα παιδί ανταγωνιστικό, δυναµικό, που θα ήξερε να διεκδικεί άρα και να επιβιώνει, οδήγησε πάρα πολλούς σε µια παρεξηγηµένη ερµηνεία εννοιών όπως της ισοτιµίας, της ελευθερίας, της ανεκτικότητας, του µοντέρνου γονιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να αντιστραφούν οι ρόλοι και η “εξουσία” να περνάει στα χέρια των παιδιών όπου άρχισαν να έχουν λόγο στα πάντα. Μοιράζονταν τα µυστικά τους, θέµατα της προσωπικής τους ζωής, γιατί ήθελαν να γίνουν φίλοι µε τα παιδιά τους, πράγµα αδύνατον και καθόλου βοηθητικό για τη µετέπειτα ζωή τους, αφού έµαθαν πως είναι εντάξει να έχεις διπλές σχέσεις. Αυτή η φιλοσοφία του “όλοι είµαστε ίσοι” είχε µια σοβαρή αρνητική πλευρά: Τα παιδιά µεγάλωσαν και όταν βγήκαν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας συνειδητοποίησαν πως δεν είναι το κέντρο του σύµπαντος. Έτσι σήµερα διαβάζουµε αµέτρητες έρευνες που χαρακτηρίζουν τους millennials ως νάρκισσους, εγωιστές, ανικανοποίητους και αγχωµένους».
Σύµφωνα µε την κ. Ευθυµιοπούλου, το µεγαλύτερο ποσοστό των γονιών χαρακτηρίζεται από «σύγχυση, ενοχή και καλή πρόθεση. Από τη µια άκουγαν τους ψυχολόγους για το πόσο σηµαντικά είναι τα όρια ώστε να νιώθουν ασφαλή τα παιδιά τους –χωρίς να τους έχει πει κανείς τον τρόπο να το κάνουν– και από την άλλη πως η αυστηρότητα –που παλιότερα θεωρούνταν χαρακτηριστικό του καλού γονέα– ήταν παρωχηµένη και ο σίγουρος τρόπος να µη σχετιστείς ουσιαστικά µε το παιδί σου».
«Πιστεύω, ωστόσο, πως είναι µια καλή γενιά» καταλήγει η κ. Ευθυµιοπούλου. «Μορφωµένη, προσπαθεί να σχετίζεται µε τους άλλους, τρυφερή, µε δυνατότητες. Το αν θα γίνει µεγάλη, θα το δείξει ο χρόνος».
Ας µην ξεχνάµε ότι οι millennials θα είναι για πάντα millennials αλλά δεν θα είναι και πάντα νέοι. Κάποια στιγµή, θα µεγαλώσουν.
Γράφει η Ελίζα Συναδινού
Πηγή