Τη μαμά μας τη λατρεύουμε –είναι φίλη, αδερφή, μπαμπάς, δασκάλα, ψυχολόγος και γιατρός μας.
Δεν την λατρεύαμε όμως πάντα. Υπήρξαν εποχές που τη θεωρούσαμε τον νούμερο ένα υπαίτιο των δυστυχιών μας –τότε, παλιά, που περνούσαμε την άχαρη περίοδο της εφηβείας. Η σχέση κάθε μαμάς-κόρης περνάει από σαράντα κύματα, γίνεται αφόρητα συγκρουσιακή και συγκινητικά τρυφερή, έχει εντάσεις και αγκαλιές και δάκρυα και φιλιά και δεν είναι ποτέ η ίδια.
Αγαπάμε τη μαμά μας, μας λείπει, την καταλαβαίνουμε, μας θυμώνει και μας κάνει να νιώθουμε τύψεις, γι’ αυτό γράφουμε για τα στάδια της σχέσης μας μαζί της -έτσι, μήπως και τα βγάλουμε από μέσα μας.
Όταν είσαι ακόμη παιδί
Αυτή η γυναίκα που απλώνει τα χέρια της και μας αγκαλιάζει, που μας διαβάζει παραμύθια, που μας ταΐζει τα πιο νόστιμα φαγητά και μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε με τις αστείες της γκριμάτσες είναι η Θεά μας. Είναι ο πιο σημαντικός, ο πιο αστείος, ο πιο απαραίτητος άνθρωπος στον κόσμο (μας).
Τρέχουμε στην αγκαλιά της για να το κάνει «μάκια να περάσει», της ζαλίζουμε τον εγκέφαλο με τα ατελείωτα «Μαμά, θέλω», αρνούμαστε να την αποχωριστούμε και τη συνοδεύουμε με πάσα τιμή εκεί που και ο βασιλεύς πηγαίνει μόνος. Θέλουμε να γίνουμε εκείνη όταν μεγαλώσουμε και θαυμάζουμε τα μαλλιά, τα ρούχα, τα παπούτσια, το χαμόγελό της.
Μας έδωσε ζωή και –αλίμονο!- η ζωή είναι ωραία!
Η δύσκολη, θυμωμένη εφηβεία των κοριτσιών
Για την ακρίβεια η ζωή ήταν ωραία, μέχρι που αυτά τα απαίσια σπυράκια αποφάσισαν να επιτεθούν στην επιδερμίδα μας. Η ζωή ήταν παραδεισένια μέχρι που ο καθρέφτης έγινε εχθρός μας και ο άνευ λόγου σπαραγμός αδερφός μας. Όλα πήγαιναν καλά στην κοριτσίστικη ζωή μας, μέχρι που οι ορμόνες αποφάσισαν να στήσουν ένα πάρτι εις βάρος μας. Και εις βάρος της μαμάς μας.
Για τα περισσότερα κορίτσια, εφηβεία σημαίνει νεύρα, κλάματα, ανασφάλεια, συναισθηματική αστάθεια, καρδιοχτύπια και πολύς, πάρα πολύς θυμός. Οι περισσότερες γυναίκες λίγο-πολύ βασανίσαμε τη μαμά μας όταν ήμασταν έφηβες. Στο μυαλό μας, ήταν η βασική αιτία της άδικης δυστυχίας μας: δεν μας άφηνε να βγούμε με τον Γιώργο, δεν μας άφηνε να πάμε στο πάρτι του Δεκαπενταμελούς (ενώ την Άννα η μαμά της την άφηνε!), μας πίεζε για τους βαθμούς, μας λογόκρινε, μας καταπίεζε. Κι εμείς φυσικά, δεν αφήναμε τον κακό δυνάστη ατιμώρητο: αντιμιλούσαμε, επισημαίναμε ότι «για όλα εκείνη φταίει» με κάθε ευκαιρία, βροντούσαμε την πόρτα του δωματίου μας, αμφισβητούσαμε κάθε μία λέξη που έβγαινε από το στόμα της, την οδηγούσαμε την τρέλα όταν αποφασίζαμε να κάνουμε κοπάνες και, γενικώς, της προσφέραμε τον χειρότερό μας εαυτό.
Συγγνώμη, μαμάδες.
Και ξαφνικά, η μαμά σου γίνεται φίλη σου
Και, ω του θαύματος, όταν η κακή εφηβεία και το καταπιεστικό σχολείο βγουν από τη ζωή σου κι αρχίσεις να σπουδάζεις, να δουλεύεις και να στήνεσαι αργά αργά στα πόδια σου, η σχέση σου με τη μαμά σου έρχεται και… δένει. Δεν είναι πια ο μαζοχιστής τύραννος που πίστευες –αντιθέτως, ανακαλύπτεις έκπληκτη ότι μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ καλή φίλη.
Πηγαίνετε μαζί για ψώνια και, τώρα πια, η γνώμη της έχει πράγματι σημασία. Μπορείς να μοιραστείς ιστορίες και εμπειρίες που μικρή ούτε που θα σου περνούσε από το μυαλό ότι θα μοιραζόσουν. Ανακαλύπτεις ότι οι μπάμιες δεν είναι και τόσο άσχημες τελικά και προσφέρεις τη βοήθειά σου στις δουλειές του σπιτιού αυθόρμητα. Συζητάτε κουτσομπολιά, κρυφοσχολιάζετε το σόι, απολαμβάνετε να πίνετε καφέ οι δυο σας και, χωρίς να καταλάβεις πώς, ξαφνικά έχεις βρεθεί να θεωρείς τη μαμά σου μια πολύ συμπαθητική φίλη.
Και μετά… «συνάδελφος»
Είναι η περίοδος που, έχοντας πια πατήσει τα 30, την αγαπάς με μια αγάπη βαθιά, έχοντας λύσει τα διάφορα υπαρξιακά που σε βασάνιζαν και έχοντας τακτοποιήσει ένα κάρο υπαρξιακά που σε βασάνιζαν. Είναι η περίοδος που της λες «Μαμά, είμαι πολύ μεγάλη για να πληρώνεις εσύ τον λογαριασμό» και, για τις περισσότερες γυναίκες, είναι η περίοδος που η μαμά σου γίνεται ο πολυτιμότερός σου βοηθός: είναι πια γιαγιά και χωρίς την πολύτιμη σοφία της και τον ακόμη πολυτιμότερο χρόνο της, θα ήσουν χαμένη από χέρι.
Αν στην πρώτη σου νεότητα είχες την ωριμότητα να καταλάβεις ότι η μαμά σου είχε δίκιο πολύ συχνότερα απ’ όσο νόμιζες, τώρα -που είστε συνάδελφοι στη μητρότητα- έχεις πια μπει για τα καλά στη θέση της. Κάθε μέρα που περνάει μεγαλώνοντας τα παιδιά σου, σου δίνει αφορμές για να πεις χίλια νοερά «ευχαριστώ» στη μαμά σου για την αγάπη και τη φροντίδα της και δυο χιλιάδες «συγγνώμη» για τις πίκρες που, άθελά σου, την κέρασες.
Και, κάποτε, εκείνη γίνεται το παιδί
Μοιραία, κάποτε η σχέση με τους γονείς μας ολοκληρώνει τον φυσικό της κύκλο και καταλήγει εκεί που ξεκίνησε -μόνο που τώρα, ο «μεγάλος» είσαι εσύ. Είναι η περίοδος αυτή που βλέπεις την άλλοτε δυνατή και δραστήρια γυναίκα που σε μεγάλωσε να συρρικνώνεται, να αποδυναμώνεται και να γερνά. Και είναι τότε που ο κάπως σκοτεινός ψυχισμός του μέσου ανθρώπου ίσως τρυπήσει τη σκέψη σου με ενοχές -όλα τα τέλη είναι κάπως ενοχικά.
Θα την φροντίσεις, θα την μαλώσεις που δεν παίρνει τα φάρμακά της, θα την βοηθάς με τα ψώνια και τις δουλειές του σπιτιού και ίσως χρειαστεί να μείνει μαζί σου. Θα καταλάβεις ότι δεν είναι αθάνατη. Κι αυτό είναι πραγματικά κρίμα.
από Φοίβη Γλύστρα